Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αισθησιακός -ή -ό [esθisiakós] Ε1 : 1.ερωτικός και ιδίως σεξουαλικός: Aισθησιακή συγκίνηση / διάθεση / ηδονή. Aισθησιακές εξάψεις. Aισθησιακά όργια. ~ έρωτας, φιλήδονος. α. που προκαλεί τη σχετική ερωτική και ιδίως σεξουαλική διάθεση: Aισθησιακή ατμόσφαιρα / γυναίκα. Aισθησιακό στόμα. Aισθησιακά χείλη. β. που περιγράφει σχετικές καταστάσεις: Aισθησιακή τέχνη. Aισθησιακό ποίημα / μυθιστόρημα. 2. (σπάν.) για κτ. που γίνεται με τις αισθήσεις: Aισθησιακή εποπτεία. Ο εποπτικός λόγος αντιστοιχεί στο αισθησιακό αντίκρισμα του κόσμου.
αισθησιακά ΕΠIΡΡ: Άντρες / γυναίκες που μόνο ~ αγαπούν. [λόγ. αίσθησι(ς) -ακός μτφρδ. γαλλ. sensuel & αγγλ. sensual]