Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιμόφυρτος
1 εγγραφή
αιμόφυρτος -η -ο [emófirtos] Ε5 : 1.(συνήθ. για πρόσ.) που είναι γεμάτος αίματα, τα οποία προέρχονται από δικό του τραύμα: Tον πήγαν αιμόφυρτο στο νοσοκομείο. 2. (μτφ.) που έχει υποστεί πολλές καταστροφές και ιδίως βίαιους θανάτους: H χώρα βγήκε αιμόφυρτη από την περιπέτεια του πολέμου.

[λόγ. < ελνστ. αἱμόφυρτος (στη σημ. 1)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες