Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αιμοσφαιρίνη η [emosferíni] Ο30 : (φυσιολ.) ουσία που βρίσκεται στα ερυθρά αιμοσφαίρια του αίματος και δίνει σ΄ αυτό το κόκκινο χρώμα του· αιμογλοβίνη: H ~ συγκρατεί το οξυγόνο και το μεταφέρει στους ιστούς.
[λόγ. αιμο- + σφαίρ(α) -ίνη μτφρδ. γαλλ. hémoglobine]