Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιμολυτικός
1 εγγραφή
αιμολυτικός -ή -ό [emolitikós] Ε1 : (ιατρ.) που προκαλεί αιμόλυση ή που έχει σχέση με αυτή: Ο ~ ίκτερος / ορός. Aιμολυτική αναιμία / νόσος.

[λόγ. < γαλλ. hémolytique < hémoly(se) = αιμόλυ(σις) -tique = -τικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες