Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιματώδης
1 εγγραφή
αιματώδης -ης -ες [ematóδis] Ε11 : (λόγ.) 1. (ιατρ.) α. που περιέχει πολύ αίμα: ~ κύστη. β. ζωηρός, ευέξαπτος: ~ τύπος. ~ κράση. 2. (σπάν.) που μοιάζει με αίμα.

[λόγ.: 2: αρχ. αἱματώδης· 1: σημδ. γαλλ. sanguin]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες