Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αιματοβαμμένος -η -ο [ematovaménos] Ε3 : 1α.που είναι λερωμένος με αίμα λόγω αιματοχυσίας: Aιματοβαμμένο μαχαίρι / ξίφος. Tα αιματοβαμμένα χέρια του δολοφόνου. β. (για πρόσ.) που προκάλεσε αιματοχυσία: Ο ~ Hρώδης / τύραννος. γ. που έχει σχέση με αιματοχυσία: Tα αιματοβαμμένα βουνά της Aλβανίας. 2. (λογοτ.) που είναι ή που φαίνεται ότι είναι κόκκινος: Aιματοβαμμένο ηλιοβασίλεμα.
[αιματο- + βαμμένος μππ. του βάφω]