Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιμάτωση
1 εγγραφή
αιμάτωση η [emátosi] Ο33 : η φυσιολογική λειτουργία με την οποία γίνεται η τροφοδότηση κάθε τμήματος του ζωντανού οργανισμού με αίμα και συγκεκριμένα η αντικατάσταση του φλεβικού αίματος με αρτηριακό: Διαταραχές της αιμάτωσης.

[λόγ. < γαλλ. hématose (στη σημερ. σημ.) < ελνστ. αἱμάτω(σις) `μετατροπή σε αίμα΄ -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες