Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιλουροειδές
1 εγγραφή
αιλουροειδές το [eluroiδés] Ο (βλ. Ε10) : 1.(πληθ.) ονομασία σαρκοφάγων θηλαστικών: Tίγρεις, πάνθηρες και άλλα αιλουροειδή. 2. κάθε ζώο που ανήκει στα αιλουροειδή: Ένα μικρό ~ όμοιο με αγριόγατο. || (ως επίθ.): Aιλουροειδή ζώα.

[λόγ. αίλουρ(ος) -ο- + -ειδές, ουδ. του -ειδής μτφρδ. γαλλ. félidés (πληθ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες