Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιθαλομίχλη
1 εγγραφή
αιθαλομίχλη η [eθalomíxli] Ο30 : νέφος καπνού που δημιουργείται κυρίως από τις βιομηχανικές δραστηριότητες του ανθρώπου.

[λόγ. αιθάλ(η) -ο- + ομίχλη μτφρδ. αγγλ. smog < σύντμ. smo(ke) `καπνός΄ + (fo)g `ομίχλη΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες