Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αιθέρας 1 ο [eθéras] Ο2 (συνήθ. πληθ.) : η ευρύτερη περιοχή του ουρανού, ιδίως όταν αυτός είναι καθαρός: Φωτεινοί / διάφανοι / γαλάζιοι αιθέρες. Tο αεροπλάνο πετά στους αιθέρες, στα ύψη. Ο ήλιος ανέβαινε αργά στον αιθέρα.
[λόγ. < αρχ. αἰθήρ, αιτ. -έρα `ο (καθαρός) ουρανός΄]
- αιθέρας 2 ο : εύφλεκτο και άχρωμο υγρό με χαρακτηριστική οσμή και μεγάλη πτητικότητα, που χρησιμοποιείται κυρίως ως αναισθητικό ή αντισηπτικό. || (χημ., πληθ.) σειρά από οργανικές ενώσεις, στην οποία ανήκει και ο κοινός αιθέρας: Aπλοί / μεικτοί αιθέρες. Φυσικές / χημικές ιδιότητες των αιθέρων.
[λόγ. < γαλλ. éther (στη νέα σημ.) < λατ. aether < αρχ. αἰθήρ (δες αιθέρας 1)]
- αιθέρας 3 ο : (φυσ.) η υποθετική ουσία που, σύμφωνα με τις απόψεις που επικρατούσαν στη φυσική το 19ο αι., καταλάμβανε όλο το χώρο και αποτελούσε το μέσο διάδοσης του φωτός και των άλλων ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων: H θεωρία του αιθέρα εγκαταλείφθηκε μετά τη διατύπωση της θεωρίας της σχετικότητας.
[λόγ. < γαλλ. éther (στη νέα σημ.) < λατ. aether < αρχ. αἰθήρ (δες αιθέρας 1)]