Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αιδεσιμότατος ο [eδesimótatos] Ο20α : (εκκλ.) τίτλος και προσφώνηση έγγαμου πρεσβυτέρου.
[λόγ. < ελνστ. αἰδεσιμότατος υπερθ. του αρχ. αἰδέσιμος `σεβαστός΄]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. < ελνστ. αἰδεσιμότατος υπερθ. του αρχ. αἰδέσιμος `σεβαστός΄]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |