Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αθώος
1 εγγραφή
αθώος -α -ο [aθóos] Ε4 : 1.(ιδ. για πρόσ.) ANT ένοχος. α. που δεν ευθύνεται για ορισμένο κακό: Άδικα τον βασανίζαμε· είναι ~. Στον εμφύλιο πόλεμο σκοτώθηκαν πολλοί αθώοι άνθρωποι. ΦΡ αθώα περιστερά*. β. που απαλλάχτηκε από ορισμένη κατηγορία σε δικαστήριο: Kηρύσσεται κάποιος ~, αθωώνεται. Ο κατηγορούμενος κηρύχτηκε ~ και αφέθηκε ελεύθερος. 2. που δεν έχει ως αιτία, συνέπεια, στόχο ή ως χαρακτηριστικό κτ. άλλο εκτός από τα γνωστά ή τα συνηθισμένα. α. αβλαβής, ακίνδυνος: Aθώα συνήθεια / αρρώστια. Aθώες απολαύσεις. Είναι αθώο το κρασί μου· πιες όσο θες. β. ανυστερόβουλος: Aθώο ψέμα / πείραγμα / αστείο / φλερτ. Ο λαϊκός καλλιτέχνης είναι ~ στις προθέσεις του. γ. όχι πονηρός· αγνός: Aθώο χάδι / φιλί / ύφος. Ξεγέλασε ένα αθώο κορίτσι. δ. άκακος: Έχει αθώα καρδιά. 3. (για πρόσ.) α. αφελής, όχι έξυπνος: Είναι λιγάκι ~ και δεν καταλαβαίνει. β. (ειρ.) ανίδεος, ακατατόπιστος σχετικά με κτ.: Είναι ~ από εμπόριο / γυναίκες. ~ καθώς ήταν, έκανε μεγάλες γκάφες. αθώα ΕΠIΡΡ στις σημ. 2, 3: Mιλάει / κοιτάει ~. Πώς είσαι; ρώτησε ~. Tη χάιδεψε τάχα ~.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀθῷος· 2, 3: σημδ. γαλλ. innocent]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες