Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αθωώνω
1 εγγραφή
αθωώνω [aθoóno] -ομαι Ρ1 : κρίνω ότι κάποιος είναι αθώος σχετικά με ορισμένη κατηγορία σε δικαστήριο και τον απαλλάσσω από αυτή. ANT καταδικάζω: Οι ένορκοι του αναγνώρισαν αρκετά ελαφρυντικά στοιχεία και τον αθώωσαν. Ο κατηγορούμενος αθωώθηκε κι αφέθηκε ελεύθερος.

[λόγ. < ελνστ. ἀθῳ(ῶ) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες