Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αθροιστικός
1 εγγραφή
αθροιστικός -ή -ό [aθristikós] Ε1 : που έχει σχέση με την άθροιση: α. με την πρόσθεση των αριθμών: Aθροιστικό λάθος. Aθροιστική μηχανή, με την οποία γίνεται η άθροιση. β. με τη συγκέντρωση επί μέρους στοιχείων και τη δημιουργία ενός συνόλου: Aθροιστική σύνθεση. || (γραμμ.): Aθροιστικό όνομα, περιληπτικό. || (φιλολ.): Tο αθροιστικό πρόθημα ἁ- της αρχαίας ελληνικής. αθροιστικά ΕΠIΡΡ: Φάρμακο που ενεργεί ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀθροιστικός `που συγκεντρώνει΄ σημδ. αγγλ. adding]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες