Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αθροίσιμος -η -ο [aθrísimos] Ε5 : που μπορεί να αθροιστεί, να προστεθεί: Aθροίσιμα μεγέθη.
[λόγ. αθροισ- (αθροίζω) -ιμος (πρβ. ελνστ. ἀθροίσιμος `για μέρα που συγκεντρώνονται οι πιστοί΄)]