Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αθλο- [aθlo] & αθλ- [aθl], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό που αναφέρεται: 1. στο έπαθλο (σε αντικειμενικά σύνθετα): ~θέτης, ~θετώ, ~θέτηση. 2. στον αθλητισμό: ~μανής, αθλόραμα.
[λόγ. < αρχ. ἀθλ(ο)- θ. του ουσ. pθλο(ν) ως α' συνθ.: αρχ. ἀθλο-θέτης, ελνστ. ἀθλο-θεσία]