Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αθηρωματικός -ή -ό [aθiromatikós] Ε1 : (ιατρ.) 1α. που έχει αθήρωμα ή που πάσχει από αθηρωμάτωση: Aθηρωματική αρτηρία. || (ως ουσ.) ο αθηρωματικός, αυτός που πάσχει από αθηρωμάτωση. β. που οφείλεται, προκαλείται από αθήρωμα: Aθηρωματική νόσος / πάθηση. 2. αθηρωματική κύστη, που σχηματίζεται από τη συγκέντρωση λιπαρού υλικού (σμήγματος) εξαιτίας της απόφραξης εκφορητικού πόρου.
[λόγ. αθηρωματ- (αθήρωμα) -ικός]