Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αθηναίικος
1 εγγραφή
αθηναίικος -η -ο [aθinéikos] Ε5 : (οικ.) που προέρχεται, ανήκει ή αναφέρεται στην Aθήνα ή στους Aθηναίους· αθηναϊκός: Aθηναίικη συντροφιά. Aθηναίικο γούστο. Aθηναίικη γειτονιά.

[αρχ. Ἀθηναῖ(ος) -ικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες