Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αθεΐζω
1 εγγραφή
αθεΐζω [aθeízo] Ρ2.1α : αρνούμαι την ύπαρξη Θεού, είμαι άθεος, κλίνω προς την αθεΐα: Για τον απλοϊκό ή το φανατικό πιστό μιας θρησκείας, αθεΐζει ακόμα και εκείνος που απλώς δε συμμερίζεται το επίσημο δόγμα.

[λόγ. άθε(ος) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες