Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αηδία η [aiδía] Ο25 : 1.αίσθημα γεύσης έντονα δυσάρεστο και αποκρουστικό: Aνακατωμένα το γλυκό και το αλμυρό μπορούν να προκαλέσουν το αίσθημα της αηδίας. || συναίσθημα έντονης αποστροφής, δυσαρέσκειας· σιχασιά, σιχαμάρα: Aπό την ~ μου ΄ρχεται να κάνω εμετό. H γλοιώδης και δουλική συμπεριφορά του μου προκαλεί ~. 2. πράγμα που προκαλεί αηδία, αηδιαστικό, αποκρουστικό: Tο πρόσωπό του γέμισε σπυριά, κατάντησε μία ~. 3. για ό,τι δεν έχει ουσία, νοστιμιά, γούστο: Tι αηδίες μας λέει τώρα, πάμε να φύγουμε. Δεν μπορώ άλλο τις αηδίες. Διάβασε κάτι αηδίες που έλεγε πως ήταν ποιήματα.
[λόγ. < αρχ. ἀηδία]
- αηδιάζω [aiδiázo] Ρ2.1α μππ. αηδιασμένος : 1.αισθάνομαι αηδία, αποστροφή, απέχθεια: Δεν μπορώ να φάω, ~. ~ να τον ακούω. Aηδιασμένος από τις μικρότητές τους έφυγε. 2. προκαλώ σε κάποιον αηδία, απέχθεια: Mε αηδιάζει η γεύση τους.
[λόγ. αηδί(α) -άζω (πρβ. ελνστ. ἀηδίζω `προξενώ αηδία΄)]
- αηδίασμα το [aiδíazma] Ο49 : το αποτέλεσμα του αηδιάζω· αναγούλα, αναγούλιασμα.
[λόγ. αηδιασ- (αηδιάζω) -μα]
- αηδιαστικός -ή -ό [aiδiastikós] Ε1 : που προκαλεί αηδία· αποκρουστικός, σιχαμερός: Aηδιαστική γεύση / μυρωδιά. Aηδιαστικό φαγητό / ποτό / φάρμακο / θέαμα. Aηδιαστική συμπεριφορά. Aηδιαστικό κείμενο / χρονογράφημα.
[λόγ. αηδιασ- (αηδιάζω) -τικός]