Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αζωτούχος
1 item total
αζωτούχος -ος / -α -ο [azotúxos] Ε14 : που περιέχει άζωτο: Aζωτούχες ουσίες. Aζωτούχα λιπάσματα. Aζωτούχες χημικές ενώσεις. Aζωτούχα οξείδια.

[λόγ. άζωτ(ον) + -ούχος μτφρδ. γαλλ. azoté]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go