Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αζωικός -ή -ό [azoikós] Ε1 : (γεωλ.) που δεν έχει ίχνη ζωής: Aζωική περίοδος (της γης). ~ αιώνας, κατά τον οποίο δεν είχε ακόμη αναπτυχθεί ζωή. Aζωικό έδαφος, που δεν έχει ίχνη, απολιθώματα παλαιότερης ζωής.
[λόγ. < γαλλ. azoique < a- = α- 1 + αρχ. ζῷ(ον) -ique = -ικός]