Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αζούρ
1 εγγραφή
αζούρ το [azúr] Ο (άκλ.) : είδος διακοσμητικής βελονιάς.

[λόγ. < γαλλ. à jours, ajour]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες