Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αζιμούθιο το [azimúθio] Ο42 : (αστρον.) η γωνία που σχηματίζεται από το μεσημβρινό του τόπου στον οποίο βρίσκεται ο παρατηρητής, και από το κατακόρυφο επίπεδο που διέρχεται από το σημείο το οποίο παρατηρούμε.
[λόγ. < αγγλ. azimuth -ιον < αραβ. as-sumūt]



