Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αζιμουθιακός
1 εγγραφή
αζιμουθιακός -ή -ό [azimuθiakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο αζιμούθιο: Aζιμουθιακοί πίνακες. Aζιμουθιακή στήριξη (διόπτρας, τηλεσκοπίου), τρόπος ή σύστημα στήριξης οργάνου κατόπτευσης, που επιτρέπει την περιστροφή του γύρω από κατακόρυφο και οριζόντιο άξονα. Aζιμουθιακή διόπτρα, που στηρίζεται και περιστρέφεται και σε οριζόντιο και σε κατακόρυφο άξονα.

[λόγ. αζιμούθι(ον) -ακός μτφρδ. αγγλ. azimuthal]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες