Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αερόστατο το [aeróstato] Ο42 : κατασκευή που αποτελείται από μεγάλο αεροστεγή σάκο (από ύφασμα ή άλλο υλικό) που γεμίζει με αέριο ελαφρότερο από τον αέρα (θερμό αέρα, ήλιο κτλ.) και ανυψώνεται στην ατμόσφαιρα: H εφεύρεση του αεροστάτου από τους αδελφούς Mογκολφιέρους υπήρξε το πρώτο βήμα για την κατάκτηση του αέρα. Σήμερα τα αερόστατα χρησιμοποιούνται για μετεωρολογικές παρατηρήσεις.
[λόγ. < γαλλ. aérostat < aéro- = αερο- + αρχ. στατ(ός) `που στέκεται΄ -ον]