Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αερόπλοιο το [aeróplio] Ο41 : ιπτάμενη μηχανή με ατρακτοειδή αεριοθάλαμο (που περιέχει αέριο ελαφρότερο από τον αέρα) και με πηδάλιο και κινητήρες προωθήσεως· πηδαλιουχούμενο (αερόστατο), ζέπελιν.
[λόγ. αερο- + πλοίον μτφρδ. αγγλ. airship ή γερμ. Luftschiff]