Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αεροπορία
1 εγγραφή
αεροπορία η [aeroporía] Ο25 : ό,τι αφορά τη μετακίνηση του ανθρώπου στην ατμόσφαιρα με μηχανές βαρύτερες από τον αέρα (αεροπλάνα κτλ.): Yπηρεσία Πολιτικής Aεροπορίας. Σχολή αεροπορίας. || (ειδικότ.) η πολεμική αεροπορία: Yπηρετεί στην ~. Aξιωματικός αεροπορίας. ΦΡ (ειρ.) υπέρ της αεροπορίας, για χρήματα που δόθηκαν για σκοπό που δεν πραγματοποιήθηκε.

[λόγ. αεροπόρ(ος) -ία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες