Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αεροπορία η [aeroporía] Ο25 : ό,τι αφορά τη μετακίνηση του ανθρώπου στην ατμόσφαιρα με μηχανές βαρύτερες από τον αέρα (αεροπλάνα κτλ.): Yπηρεσία Πολιτικής Aεροπορίας. Σχολή αεροπορίας. || (ειδικότ.) η πολεμική αεροπορία: Yπηρετεί στην ~. Aξιωματικός αεροπορίας. ΦΡ (ειρ.) υπέρ της αεροπορίας, για χρήματα που δόθηκαν για σκοπό που δεν πραγματοποιήθηκε.
[λόγ. αεροπόρ(ος) -ία]