Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αεροπλανοφόρο
1 item total
αεροπλανοφόρο το [aeroplanofóro] Ο39 : μεγάλο πολεμικό πλοίο, με κατάστρωμα κατάλληλο για την προσγείωση και την απογείωση αεροπλάνων: Aμερικανικό ~.

[λόγ. αεροπλάν(ον) -ο- + -φόρον, ουδ. του -φόρος μτφρδ. γαλλ. porte-avions ή αγγλ. aircraft carrier]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go