Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αεροπειρατεία η [aeropiratía] Ο25 : βίαιη και παράνομη κατάληψη αεροπλάνου που βρίσκεται σε πτήση ή σε λειτουργία, που γίνεται για την ικανοποίηση κάποιου αιτήματος: Tα κράτη της Ευρώπης υπέγραψαν συμφωνία για την από κοινού αντιμετώπιση της αεροπειρατείας.
[λόγ. αερο- + πειρατεία μτφρδ. αγγλ. air piracy]