Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αεροπειρατής
1 εγγραφή
αεροπειρατής ο [aeropiratís] Ο7 θηλ. αεροπειρατίνα [aeropiratína] Ο26 : αυτός που κάνει αεροπειρατεία: Οι αεροπειρατές ζητούν την απελευθέρωση πολιτικών κρατουμένων και λύτρα.

[λόγ. αερο- + πειρατής μτφρδ. αγγλ. air pirate· αεροπειρατ(ής) -ίνα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες