Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αεροναυτικός
1 εγγραφή
αεροναυτικός -ή -ό [aeronaftikós] Ε1 : που αναφέρεται στην αεροπορία και στο ναυτικό, αεροπορικός και ναυτικός: Aεροναυτικά στρατιωτικά γυμνάσια.

[λόγ. αερο- + ναυτικός μτφρδ. γαλλ. aéronaval (aéro- = αερο-)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες