Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αεροναυπηγός
1 εγγραφή
αεροναυπηγός ο [aeronafpiγós] Ο17 : ο τεχνικός που σχεδιάζει και κατασκευάζει ιπτάμενα μέσα (αεροπλάνα κτλ.): Σχολή αεροναυπηγών και μηχανικών αεροπορίας.

[λόγ. αερο- + ναυπηγός μτφρδ. αγγλ. aircraft-builder]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες