Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αεροναυπηγική
1 εγγραφή
αεροναυπηγική η [aeronafpijikí] Ο29 : η επιστήμη και η τεχνική της σχεδίασης και της κατασκευής ιπτάμενων οχημάτων (αεροσκαφών), που κινούνται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα. || (επέκτ.) η επιστήμη και η τεχνική της σχεδίασης και της κατασκευής ιπτάμενων οχημάτων που κινούνται στο διάστημα· αεροδιαστημική.

[λόγ. αεροναυπηγ(ός) -ική, θηλ. του -ικός μτφρδ. αγγλ. aircraft-construc tion]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες