Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αερομοντελισμός
1 εγγραφή
αερομοντελισμός ο [aeromodelizmós] Ο17 : η ερασιτεχνική απασχόληση με την κατασκευή και τη χρήση αερομοντέλων: Ο ~ ξεκίνησε ως πειραματική έρευνα των θεωριών της αεροδυναμικής, σήμερα όμως είναι μια ερασιτεχνική απασχόληση διαδεδομένη κυρίως μεταξύ των νέων. Διαγωνισμός αερομοντελισμού.

[λόγ. < γαλλ. aéromodélisme (aéro- = αερο-, -isme = -ισμός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες