Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αερομαχία η [aeromaxía] Ο25 : μάχη αεροπλάνων· αεροπορική μάχη: Iρακινό αεροπλάνο καταρρίφθηκε ύστερα από σύντομη ~ με αμερικανικά.
[λόγ. < ελνστ. ἀερομαχία `μάχη στον αέρα΄ σημδ. αγγλ. air-battle]