Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αεροθεραπεία η [aeroθerapía] Ο25 : θεραπευτικές μέθοδοι που στηρίζονται στην ευεργετική επίδραση του αέρα στον ανθρώπινο οργανισμό: H ~ διεγείρει τη γενική αντίσταση και τη ζωτικότητα του οργανισμού.
[λόγ. < αγγλ. aerotherapy < aero- = αερο- + -therapy = -θεραπεία]



