Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αερογραμμή η [aeroγramí] Ο29 : γραμμή, τακτικό δρομολόγιο αεροπορικής συγκοινωνίας: Kαταργείται η ~ Aθήνας-Mόντρεαλ. || (συνήθ. πληθ.): Ελληνικές / διεθνείς αερογραμμές. Aερογραμμές εξωτερικού / εσωτερικού.
[λόγ. αερο- + γραμμή μτφρδ. αγγλ. airline `αεροπορική εταιρεία΄]