Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αεροβόλο
1 εγγραφή
αεροβόλο το [aerovólo] Ο39 : είδος όπλου που λειτουργεί με πεπιεσμένο αέρα. ANT πυροβόλο. || (ως επίθ.): ~ όπλο / πιστόλι / τουφέκι.

[λόγ. αερο- + -βόλον, ουδ. του -βόλος απόδ. αγγλ. airgun]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες