Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αεριόφως
1 εγγραφή
αεριόφως το [aeriófos] Ο γεν. αεριόφωτος : το φωταέριο ή φως που παράγεται από αυτό.

[λόγ. αεριο- + φως μτφρδ. γαλλ. lumière de gaz ή αγγλ. gaslight]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες