Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αερισμός ο [aerizmós] Ο17 : η διαδικασία του αερίζω, η ανανέωση του αέρα κλειστού χώρου· εξαερισμός: Tεχνητός ~. Ο ~ μιας αίθουσας. Σύστημα αερισμού. Ο ~ των στοών ενός ανθρακωρυχείου.
[λόγ. αερισ- (αερίζω) -μός μτφρδ. γαλλ. aération]