Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αεράγημα
1 εγγραφή
αεράγημα το [aerájima] Ο49 : μικρό στρατιωτικό τμήμα, άγημα, που μεταφέρεται με αεροπορικά μέσα: ~ αλεξιπτωτιστών.

[λόγ. αερ(ο)- + άγημα μτφρδ. γαλλ. troupe aéroportée]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες