Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αειπάρθενος
1 εγγραφή
Aειπάρθενος η [aipárθenos] Ο36 : προσωνυμία της Παναγίας που έμεινε για πάντα αγνή και παρθένος.

[λόγ. < αρχ. ἀειπάρθενος, ελνστ. για την Παναγία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες