Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδυσώπητος
1 εγγραφή
αδυσώπητος -η -ο [aδisópitos] Ε5 : που δεν κάνει καμία απολύτως υποχώρηση· αμείλικτος: Aδυσώπητο μίσος. Aδυσώπητη κριτική / εκδίκηση / τιμωρία. ~ αντίπαλος / εχθρός / κατήγορος. Οι αδυσώπητοι νόμοι της ιστορίας. Aδυσώπητη μοίρα μας κατατρέχει. αδυσώπητα ΕΠIΡΡ: ~ μας καταδιώκει η μοίρα.

[λόγ. < ελνστ. ἀδυσώπητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες