Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδυνατώ
1 εγγραφή
αδυνατώ [aδinató] Ρ10.9α (μόνο στο ενεστ. θ.) : δεν μπορώ, δεν έχω την ικανότητα ή τη δυνατότητα να κάνω κάτι· μου είναι αδύνατο να κάνω κάτι: Λυπάμαι, αλλά ~ να σε βοηθήσω. Aδυνατούν να κρίνουν ή να αποφασίσουν μόνοι τους.

[λόγ. < αρχ. ἀδυνατῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες