Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδυνάτισμα
1 εγγραφή
αδυνάτισμα το [aδinátizma] Ο49 : απώλεια σωματικού βάρους: Γρήγορο και υγιεινό ~.

[αδυνατισ- (αδυνατίζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες