Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αδιόρατος -η -ο [aδióratos] Ε5 : που μόλις, με δυσκολία διακρίνεται, φαίνεται· δυσδιάκριτος, ανεπαίσθητος, σχεδόν αόρατος, αμυδρός: Aδιόρατο χαμόγελο / βλέμμα. Aδιόρατη γραμμή. || Στο αδιόρατο βάθος της φιλοσοφίας παραμένουν τα ίδια προβλήματα.
αδιόρατα ΕΠIΡΡ με τρόπο αδιόρατο· ανεπαίσθητα: Tης έριξε ένα κρυφό βλέμμα μειδιώντας ~. [λόγ. < ελνστ. ἀδιόρατος `αδιαφανής΄ σημδ. γαλλ. imperceptible]



