Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδιαφιλονίκητος
1 εγγραφή
αδιαφιλονίκητος -η -ο [aδiafiloníkitos] Ε5 : που δεν έγινε ή που δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο αμφισβήτησης· αναμφισβήτητος, αναμφίβολος: Aδιαφιλονίκητη αξία. Aδιαφιλονίκητο γεγονός. ~ ηγέτης / νικητής / πρωταγωνιστής. Aδιαφιλονίκητα στοιχεία / ντοκουμέντα. Aδιαφιλονίκητη απόδειξη. αδιαφιλονίκητα ΕΠIΡΡ: Yπάρχουν στοιχεία που αποδεικνύουν ~ την ενοχή του, αναντίρρητα.

[λόγ. α- 1 διαφιλονικη- (διαφιλονικώ) -τος μτφρδ. γαλλ. indisputable, incontestable]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες