Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αδιακρισία η [aδiakrisía] Ο25 : έλλειψη, απουσία διακριτικότητας· ανάρμοστη περιέργεια για τις υποθέσεις των άλλων: Ήταν ~ από μέρους σου να της θυμίσεις τα παλιά. H ~ του δεν έχει όρια. || συμπεριφορά αδιάκριτη: Έκανε / διέπραξε μια φοβερή ~.
[λόγ. < ελνστ. ἀδιακρισία `έλλειψη διάκρισης΄ σημδ. γαλλ. indiscrétion]



