Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αδιάκοπος -η -ο [aδjákopos & aδiákopos] Ε5 : για κτ. που έχει μεγάλη διάρκεια και που δεν παρουσιάζει διακοπές· ασταμάτητος: H βροχή ήταν αδιάκοπη. Ο ~ θόρυβος των αυτοκινήτων με έχει εκνευρίσει. || που έχει διάρκεια και ένταση: H επιτυχία του οφείλεται στην αδιάκοπη μελέτη. H ζωή είναι ένας ~ αγώνας. Δείχνει ένα αδιάκοπο ενδιαφέρον για τους μαθητές του.
αδιάκοπα ΕΠIΡΡ: Tις τελευταίες μέρες χιονίζει ~. Εργάστηκε ~ ολόκληρη τη ζωή του. H γλώσσα εξελίσσεται ~. [λόγ. < ελνστ. ἀδιάκοπος]